- ευσταλής
- -ές (ΑΜ εὐσταλής, -ές)με ωραίο παράστημα και ευπρεπή ενδυμασίαμσν.-αρχ.ευπρεπής, κόσμιοςαρχ.1. (για στρατιώτη) ο ελαφρά οπλισμένος2. ο ελαφρός («ὁπλισμὸν εὐσταλέστερον», Διον. Αλ.)3. πρόσφορος, κατάλληλος4. ευμεταχείριστος5. άνετος, εύκολος («πλοῡς εὐσταλής», Σοφ.)6. συμπαγής, στερεός7. (για τροφή) σε κανονική ποσότητα8. αυτός που έχει κανονική διατροφή («ταῑς διαίταις εὐσταλεῑς ὄντες», Δίων Κάσσ.)9. (για ενδύματα) ο κομψός10. αυτός που γίνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα («εὐσταλεῑς ἐποίησε τὰς ἱερουργίας», Πλούτ.)11. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐσταλέςη κατάλληλη προετοιμασία.επίρρ...εὐσταλῶς (ΑΜ) (Α και εὐσταλέως)ευπρεπώς, με σεμνότητααρχ.1. (για ενδύματα) με καλό τρόπο ραψίματος2. (για στρατιώτες) με ελαφρό οπλισμό3. (για επιδέσμους) στερεά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -σταλής (< εστάλην τού στέλλω), πρβλ. α-σταλής, μονο-σταλής].
Dictionary of Greek. 2013.